- αἴσχιον
- αἰσχρόςcausing shamemasc/fem voc comp sgαἰσχρόςcausing shameneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
λυκοφιλία — η (Α λυκοφιλία) [λυκοφίλιος] επιφανειακή, ψευδής και ύπουλη φιλία μεταξύ ανθρώπων που αλληλομισούνται («οὐδέν ἐστιν αἴσχιον λυκοφιλίας», Μάρκ. Αυρ.) … Dictionary of Greek